αμβλυώ

αμβλυώ
ἀμβλυῶ (-όω) (Α) [ἀμβλύς]
αμβλύνω, κάνω κάτι αμβλύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμβλύω — ἀμβλύω (Α) [ἀμβλύς] είμαι αμβλύς …   Dictionary of Greek

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

  • ԲԹԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 487 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ն. ἁμβλύω hebeto, obtundo որ եւ ԲԹԵԼ, ԲԹԵՑՈՒՑԱՆԵԼ. Բութ եւ գուլ առնել զսրութիւն իրաց կամ մտաց. եւ նմանութեամբ՝ Անպիտանացուցանել, թուլացուցանել, ʼի դերեւ հանել, խափանել. բթացնել. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”